ἀνωφελεῖ

ἀνωφελεῖ
ἀνωφελής
unprofitable
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic)
ἀνωφελής
unprofitable
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • непользьѥ — НЕПОЛЬЗЬ|Ѥ (1*), ˫А с. Бесполезность: ˫ако и на многоѥ ѡслабл˫ати. и на малоѥ възълагати. разѹмѣваше. къ непользью и къ пастивѣишѣмъ. [так!] (πρὸς τῷ ἀνωφελεῖ) ЖФСт XII, 63. Ср. пользиѥ …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • κολάκευμα — και κολάκεμα, το (AM κολάκευμα, Μ και κολάκεμα) [κολακεύω] καθετί που λέγεται ή γίνεται για κολακεία, καλόπιασμα, κολακευτικός λόγος ή κολακευτική πράξη («ἢν δὲ ἴδω ἢ κολακεύμασί τινα προτιμώμενον ἢ και ἄλλη τινὶ ἀνωφελεῖ χάριτι... ἐπιπλήττω»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”